- σκωλοβατίζω
- Αβαδίζω με ξυλοπόδαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶλος «πάσσαλος, παλούκι» + -βατίζω (< -βάτης < βαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκωλοβατίζειν — σκωλοβατίζω walk on stilts pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… … Dictionary of Greek
σκωλοβάτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος μικρού σκαθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού σκωλοβατίζω] … Dictionary of Greek